-
1 κοιλια
ион. κοιλίη ἥ1) брюшная полость, животκενῇ τῇ κοιλίᾳ Arph. — с пустым животом, натощак
2) внутренности(τέν κοιλίην ἑλέειν Her.)
κ. ὑεία Arph. — свиные потроха3) желудокἀλεκτρυόνος κοιλίαν ἔχειν Arph. — иметь петушиный желудок, т.е. переваривать все, что угодно;
τέν κοιλίαν λύειν Arst. — очищать желудок;κ. ῥέουσα Diod. — понос4) чрево, утроба(καρπὸς τῆς κοιλίας NT.)
5) анат. полость, желудочек (sc. τῆς καρδίας Arst.)6) пустота, полость (sc. τῆς γῆς Arst.)αἱ μεταξὺ κοιλίαι Arst. — пустые промежутки
См. также в других словарях:
κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν … Dictionary of Greek